απατεων

απατεων
    ἀπατεών
    ἀπᾰτεών
    -ῶνος ὅ обманщик, лжец Xen., Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απατεων" в других словарях:

  • ἀπατεών — cheat masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατέων — ἀπάτη trick fem gen pl (epic ionic) ἀπατάω cheat pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατεῶνα — ἀπατεών cheat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατεῶνας — ἀπατεών cheat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατεῶνες — ἀπατεών cheat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατεῶνι — ἀπατεών cheat masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατεῶνος — ἀπατεών cheat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατεῶσι — ἀπατεών cheat masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατεῶσιν — ἀπατεών cheat masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατεώνων — ἀπατεών cheat masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απατεώνας — ο (AM ἀπατεών, ο, το αρχ. κ. ως επίθ., άπατεών, ο, η) αυτός που εξαπατά τους άλλους, δόλιος πανούργος αρχ. ως επίθ. ο απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απάτη + (κατάλ.) εών, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται προς δήλωση του προσώπου, το οποίο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»